- Ἀσσυρίῃ
- Ἀσσύριαfem dat sg (epic ionic)Ἀσσύριοςthe Assyriansfem dat sg (epic ionic)Ἀσσυρίαthe Assyriansfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀσσυρίη — Ἀσσύριος the Assyrians fem nom/voc sg (epic ionic) Ἀσσυρία the Assyrians fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτημόριος — α, ο / τριτημόριος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α 1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου 2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν) α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου β) μουσ. το ένα τρίτο τού τόνου μσν. 1. ο… … Dictionary of Greek